οινοποιία

οινοποιία
η (Α οἰνοποιία) [οινοποιός]
το σύνολο τών τεχνικών και διεργασιών τής οινοποίησης και συντήρησης τών κρασιών
νεοελλ.
οικοτεχνική, βιοτεχνική ή βιομηχανική εγκατάσταση παραγωγής κρασιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰνοποιίᾳ — οἰνοποιίαι , οἰνοποιία wine making fem nom/voc pl οἰνοποιίᾱͅ , οἰνοποιία wine making fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοποιία — η τέχνη, επιστήμη ή βιομηχανία παρασκευής κρασιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰνοποιίας — οἰνοποιίᾱς , οἰνοποιία wine making fem acc pl οἰνοποιίᾱς , οἰνοποιία wine making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοποιίαν — οἰνοποιίᾱν , οἰνοποιία wine making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Tsantali — (Ευάγγελος Τσάνταλης α.ε. Οινοποιία) ist ein Weingut aus Agios Pavlos auf der Halbinsel Chalkidiki, die Anbaugebiete befinden sich in Makedonien und Thrakien. Neben Weinen werden auch Spirituosen produziert. Inhaltsverzeichnis 1 Geschichte 2… …   Deutsch Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • οινουργία — οἰνουργια, ἡ (Α) [οινουργώ] οινοποιία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”